δύσχρηστος

δύσχρηστος
-η, -ο (Α δύσχρηστος, -ον)
1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται, ακατάλληλος για χρήση
2. αυτός που σπάνια χρησιμοποιείται
νεοελλ.
αυτός τού οποίου η χρήση δημιουργεί δυσκολίες
αρχ.
αυτός τον οποίο πρέπει να αποφεύγει κανείς να χρησιμοποιεί.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • δύσχρηστος — hard to use masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσχρηστος — η, ο 1. αυτός που δύσκολα χρησιμοποιείται: Τα ογκώδη βιβλία είναι δύσχρηστα. 2. σπάνιος: Χρησιμοποιεί δύσχρηστους όρους στο λόγο του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δυσχρηστότερον — δύσχρηστος hard to use adverbial comp δύσχρηστος hard to use masc acc comp sg δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρήστως — δύσχρηστος hard to use adverbial δύσχρηστος hard to use masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δύσχρηστον — δύσχρηστος hard to use masc/fem acc sg δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστοτάτους — δύσχρηστος hard to use masc acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστότερα — δύσχρηστος hard to use neut nom/voc/acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστότεροι — δύσχρηστος hard to use masc nom/voc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρηστότερος — δύσχρηστος hard to use masc nom comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δυσχρήστοις — δύσχρηστος hard to use masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”